ελικόπτερο (το)
helicopter
Ελλάδα (η)
Greece
(ο) Έλληνας / (η) Ελληνίδα
Greek person
Ελληνικά (τα)
Greek language
ελληνικός, ελληνική, ελληνικό
Greek (adj)
ελπίζω
to hope
έμβρυο (το)
fetus, embryo
εμπειρία (η)
experience
εμπιστεύομαι
to trust
Μην τον εμπιστεύεσαι.
Don’t trust him.
εμπορικός, εμπορική, εμπορικό
commercial (adj)
εμφανίζω
to develop
έμφαση (η)
emphasis, attention
εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικό
alternative (adj)
έναντι
relatively, contrary; towards
ένατος, ένατη, ένατο
9th
ενδέκατος, ενδέκατη, ενδέκατο
11th
ενδιαφέρον (το)
interest
είχε ενδιαφέρον
it was interesting
ενδιαφέρω
to interest
Ενδιαφέρομαι πολύ
I am very interested in . . .
ενενήντα
90
ενενήντα δύο
92
ενενήντα ένας, ενενήντα μία, ενενήντα ένα
91
ενενήντα εννέα / ενενήντα εννιά
99
ενενήντα έξι
96
ενενήντα επτά / ενενήντα εφτά
97
ενενήντα
98
ενενήντα πέντε
95
ενενήντα τέσσερις, ενενήντα τέσσερις, ενενήντα τέσσερα
94
ενενήντα τρεις, ενενήντα τρεις, ενενήντα τρία
93
ενέργεια (η)
energy
ενεργοποιώ
activate, turn on
ένεση (η)
injection
ενημερώνω
to inform
ενημέρωση (η)
informing, briefing
ενθουσιασμένος, ενθουσιασμένη, ενθουσιασμένο
excited
ενθουσιασμός (o)
enthusiasm
ελιά (η)
olive; olive tree
ενοικιαζόμενος, ενοικιαζόμενη, ενοικιαζόμενο
for rent
ενοικιάζω / νοικιάζω
to let out, to rent
ενοικιαστής (ο)
tenant, renter
ενοίκιο / νοίκι (το)
rent
ένοπλος, ένοπλη, ένοπλο
armed
ενοχλώ
to disturb; to annoy