Vocabulary Ε - 3 Flashcards Preview

GREEK Book 1 > Vocabulary Ε - 3 > Flashcards

Flashcards in Vocabulary Ε - 3 Deck (45)
Loading flashcards...
1
Q

ελικόπτερο (το)

A

helicopter

2
Q

Ελλάδα (η)

A

Greece

3
Q

(ο) Έλληνας / (η) Ελληνίδα

A

Greek person

4
Q

Ελληνικά (τα)

A

Greek language

5
Q

ελληνικός, ελληνική, ελληνικό

A

Greek (adj)

6
Q

ελπίζω

A

to hope

7
Q

έμβρυο (το)

A

fetus, embryo

8
Q

εμπειρία (η)

A

experience

9
Q

εμπιστεύομαι

A

to trust

10
Q

Μην τον εμπιστεύεσαι.

A

Don’t trust him.

11
Q

εμπορικός, εμπορική, εμπορικό

A

commercial (adj)

12
Q

εμφανίζω

A

to develop

13
Q

έμφαση (η)

A

emphasis, attention

14
Q

εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικό

A

alternative (adj)

15
Q

έναντι

A

relatively, contrary; towards

16
Q

ένατος, ένατη, ένατο

A

9th

17
Q

ενδέκατος, ενδέκατη, ενδέκατο

A

11th

18
Q

ενδιαφέρον (το)

A

interest

19
Q

είχε ενδιαφέρον

A

it was interesting

20
Q

ενδιαφέρω

A

to interest

21
Q

Ενδιαφέρομαι πολύ

A

I am very interested in . . .

22
Q

ενενήντα

A

90

23
Q

ενενήντα δύο

A

92

24
Q

ενενήντα ένας, ενενήντα μία, ενενήντα ένα

A

91

25
Q

ενενήντα εννέα / ενενήντα εννιά

A

99

26
Q

ενενήντα έξι

A

96

27
Q

ενενήντα επτά / ενενήντα εφτά

A

97

28
Q

ενενήντα

A

98

29
Q

ενενήντα πέντε

A

95

30
Q

ενενήντα τέσσερις, ενενήντα τέσσερις, ενενήντα τέσσερα

A

94

31
Q

ενενήντα τρεις, ενενήντα τρεις, ενενήντα τρία

A

93

32
Q

ενέργεια (η)

A

energy

33
Q

ενεργοποιώ

A

activate, turn on

34
Q

ένεση (η)

A

injection

35
Q

ενημερώνω

A

to inform

36
Q

ενημέρωση (η)

A

informing, briefing

37
Q

ενθουσιασμένος, ενθουσιασμένη, ενθουσιασμένο

A

excited

38
Q

ενθουσιασμός (o)

A

enthusiasm

39
Q

ελιά (η)

A

olive; olive tree

40
Q

ενοικιαζόμενος, ενοικιαζόμενη, ενοικιαζόμενο

A

for rent

41
Q

ενοικιάζω / νοικιάζω

A

to let out, to rent

42
Q

ενοικιαστής (ο)

A

tenant, renter

43
Q

ενοίκιο / νοίκι (το)

A

rent

44
Q

ένοπλος, ένοπλη, ένοπλο

A

armed

45
Q

ενοχλώ

A

to disturb; to annoy